- μουκανίζω
- μουγκρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκανίζω < μυκῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπομυκώμαι — άομαι, Α (ποιητ. τ.) αποθ.) μουκανίζω, μουγκρίζω απαντώντας σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυκῶμαι «μουγκρίζω, μουκανίζω»] … Dictionary of Greek
μουγκαλίζω — (Μ μουγκαλίζω και μουγκαρίζω) (συν. το μέσ.) μουγκαλίζομαι α) (για ζώα) βγάζω μυκηθμούς, μυκώμαι, μουγκρίζω β) μτφ. (για ανθρώπους) βογγώ δυνατά από τον πόνο («κι εμουγκαλίστη τρεις φορές το φοβερόν του στόμα», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουγκαρίζω … Dictionary of Greek
μουγκανίζω — (συν. το μέσ.) μουγκανίζομαι και μουγκανιέμαι μουγκαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μουκανίζω < μυκανίζω < μυκῶμαι] … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek